-
1 άβατο(ν)
άβατο(ν) το1) алтарь – святое место в храме куда могут входить только священники;2) недоступный для посетителей монастырь, или где запрещается вход женщинам в мужские монастыри или мужчинам в женские:Этим.< α- (отриц. приставка) + βάτος < βαίνω «шагать, ступать»
См. также в других словарях:
άβατο — Το εσωτερικό και πιο απομονωμένο τμήμα του αρχαίου ναού. Ά. ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κάθε ιερό χώρο (ιερό άλσος κλπ.). Το ά. λεγόταν στην περίπτωση ναού και άδυτο. Μοναστηριακό εξάλλου ά. λέγεται ο θεσμός των μοναστηριών που απαγορεύει… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek