Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

το άβατο του Αγίου Όρους

См. также в других словарях:

  • άβατο — Το εσωτερικό και πιο απομονωμένο τμήμα του αρχαίου ναού. Ά. ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κάθε ιερό χώρο (ιερό άλσος κλπ.). Το ά. λεγόταν στην περίπτωση ναού και άδυτο. Μοναστηριακό εξάλλου ά. λέγεται ο θεσμός των μοναστηριών που απαγορεύει… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»